Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχέλειος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμωρος
ἐγχέσπαλος
ἐγχέω
ἐγχθόνιος
ἔγχος
ἔγχουσα
ἐγχράω
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχριστος
ἐγχρίω
View word page
ἐγχέσπαλος
ἐγχέσπαλος ἐγχέσ-πᾰλος, ον πάλλω wielding the spear, Il.

ShortDef

wielding the spear

Debugging

Headword:
ἐγχέσπαλος
Headword (normalized):
ἐγχέσπαλος
Headword (normalized/stripped):
εγχεσπαλος
IDX:
9546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9549
Key:
e)gxe/spalos

Data

{'content': 'ἐγχέσπαλος\n ἐγχέσ-πᾰλος, ον\n πάλλω\n wielding the spear, Il.', 'key': 'e)gxe/spalos'}