ἐγχέλειος
ἐγχέλειος
ἐγχέλειος, α, ον
of an eel, τἀγχέλεια (sub. κρέα) eelʼs flesh, Ar.
{
"content": "ἐγχέλειος\n ἐγχέλειος, α, ον\n of an eel, τἀγχέλεια (sub. κρέα) eelʼs flesh, Ar.",
"key": "e)gxe/leios"
}