Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχείη
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχέλειος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμωρος
ἐγχέσπαλος
ἐγχέω
ἐγχθόνιος
ἔγχος
View word page
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίδιος ἐγ-χειρίδιος, ον ἐν, χείρ in the hand, Aesch. as Subst., ἐγχειρίδιον, ου, τό, a hand-knife, dagger, Hdt.
ShortDef
in the hand
Debugging
Headword:
ἐγχειρίδιος
Headword (normalized):
ἐγχειρίδιος
Headword (normalized/stripped):
εγχειριδιος
IDX:
9539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9542
Key:
e)gxeiri/dios
Data
{'content': 'ἐγχειρίδιος\n ἐγ-χειρίδιος, ον\n ἐν, χείρ\n in the hand, Aesch.\n as Subst., ἐγχειρίδιον, ου, τό, a hand-knife, dagger, Hdt.', 'key': 'e)gxeiri/dios'}