Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔγχαλκος
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχείη
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχέλειος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμωρος
ἐγχέσπαλος
ἐγχέω
ἐγχθόνιος
View word page
ἐγχειρητικός
ἐγχειρητικός ἐγχειρητικός, ή, όν from ἐγχειρέω enterprising, adventurous, Xen.
ShortDef
enterprising, adventurous
Debugging
Headword:
ἐγχειρητικός
Headword (normalized):
ἐγχειρητικός
Headword (normalized/stripped):
εγχειρητικος
IDX:
9538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9541
Key:
e)gxeirhtiko/s
Data
{'content': 'ἐγχειρητικός\n ἐγχειρητικός, ή, όν\n from ἐγχειρέω\n enterprising, adventurous, Xen.', 'key': 'e)gxeirhtiko/s'}