Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγρήσσω
ἔγρω
ἐγχαλινόω
ἔγχαλκος
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχείη
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχέλειος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμωρος
View word page
ἐγχείρησις
ἐγχείρησις ἐγχείρησις, εως from ἐγχειρέω a taking in hand, undertaking, Thuc., Plut.

ShortDef

a taking in hand, undertaking

Debugging

Headword:
ἐγχείρησις
Headword (normalized):
ἐγχείρησις
Headword (normalized/stripped):
εγχειρησις
IDX:
9535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9538
Key:
e)gxei/rhsis

Data

{'content': 'ἐγχείρησις\n ἐγχείρησις, εως\n from ἐγχειρέω\n a taking in hand, undertaking, Thuc., Plut.', 'key': 'e)gxei/rhsis'}