Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἔγρω
ἐγχαλινόω
ἔγχαλκος
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχείη
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχέλειος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
View word page
ἐγχείρημα
ἐγχείρημα from ἐγχειρέω ἐγχείρημα, ατος, τό, an undertaking, attempt, Soph., Plat., etc.

ShortDef

an undertaking, attempt

Debugging

Headword:
ἐγχείρημα
Headword (normalized):
ἐγχείρημα
Headword (normalized/stripped):
εγχειρημα
IDX:
9534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9537
Key:
e)gxei/rhma

Data

{'content': 'ἐγχείρημα\n from ἐγχειρέω\n ἐγχείρημα, ατος, τό,\n an undertaking, attempt, Soph., Plat., etc.', 'key': 'e)gxei/rhma'}