Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγρεσίκωμος
ἐγρηγορόων
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἔγρω
ἐγχαλινόω
ἔγχαλκος
ἐγχαράσσω
ἐγχάσκω
ἐγχέζω
ἐγχείη
ἐγχειρέω
ἐγχείρημα
ἐγχείρησις
ἐγχειρητέος
ἐγχειρητής
ἐγχειρητικός
ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχέλειος
View word page
ἐγχείη
ἐγχείη ἐγχείη, ἡ, Epic form of ἔγχος, a spear, lance, Hom.; gen. pl. ἐγχειάων, dat. ἐγχείῃσι.

ShortDef

a spear, lance

Debugging

Headword:
ἐγχείη
Headword (normalized):
ἐγχείη
Headword (normalized/stripped):
εγχειη
IDX:
9532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9535
Key:
e)gxei/h1

Data

{'content': 'ἐγχείη\n ἐγχείη, ἡ,\n Epic form of ἔγχος, a spear, lance, Hom.; gen. pl. ἐγχειάων, dat. ἐγχείῃσι.', 'key': 'e)gxei/h1'}