Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἰτίαμα
αἰτιάομαι
αἰτία
αἰτιατέον
αἰτίζω
αἰτιολογικός
αἴτιος
Αἰτναῖος
αἰφνίδιος
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμήεις
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
View word page
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωσία αἰχμάλωτος captivity: a body of captives, Diod., NTest.
ShortDef
captivity: a body of captives
Debugging
Headword:
αἰχμαλωσία
Headword (normalized):
αἰχμαλωσία
Headword (normalized/stripped):
αιχμαλωσια
IDX:
953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n953
Key:
ai)xmalwsi/a
Data
{'content': 'αἰχμαλωσία\n αἰχμάλωτος\n captivity: a body of captives, Diod., NTest.', 'key': 'ai)xmalwsi/a'}