Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκτάομαι
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλιος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύμων
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκύρω
ἐγκωμιάζω
ἐγκώμιος
ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
ἐγρεσίκωμος
ἐγρηγορόων
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
View word page
ἔγκυος
ἔγκυος ἔγ-κυος, ον κύω =ἐγκύμων, Hdt.
ShortDef
pregnant
Debugging
Headword:
ἔγκυος
Headword (normalized):
ἔγκυος
Headword (normalized/stripped):
εγκυος
IDX:
9515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9518
Key:
e)/gkuos
Data
{'content': 'ἔγκυος\n ἔγ-κυος, ον\n κύω\n =ἐγκύμων, Hdt.', 'key': 'e)/gkuos'}