Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκρυφίας
ἐγκτάομαι
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλιος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύμων
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκύρω
ἐγκωμιάζω
ἐγκώμιος
ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
ἐγρεσίκωμος
ἐγρηγορόων
ἐγρηγορτί
View word page
ἐγκύμων
ἐγκύμων ἐγ-κύμων, ονος, κῦμα II pregnant, Xen.; ἐγκύμων τευχέων big with arms, of the Trojan horse, Eur.
ShortDef
pregnant
Debugging
Headword:
ἐγκύμων
Headword (normalized):
ἐγκύμων
Headword (normalized/stripped):
εγκυμων
IDX:
9514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9517
Key:
e)gku/mwn
Data
{'content': 'ἐγκύμων\n ἐγ-κύμων, ονος,\n κῦμα II\n pregnant, Xen.; ἐγκύμων τευχέων big with arms, of the Trojan horse, Eur.', 'key': 'e)gku/mwn'}