Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἐγκτάομαι
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
ἐγκύκλιος
ἐγκυκλόω
ἐγκύκλωσις
ἐγκυλίνδω
ἐγκύμων
ἔγκυος
ἐγκύπτω
ἐγκύρω
ἐγκωμιάζω
ἐγκώμιος
ἐγρεκύδοιμος
ἐγρεμάχης
ἐγρεσίκωμος
View word page
ἐγκύκλωσις
ἐγκύκλωσις from ἐγκυκλόω ἐγκύκλωσις, εως a surrounding, Strab.
ShortDef
a surrounding
Debugging
Headword:
ἐγκύκλωσις
Headword (normalized):
ἐγκύκλωσις
Headword (normalized/stripped):
εγκυκλωσις
IDX:
9512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9515
Key:
e)gku/klwsis
Data
{'content': 'ἐγκύκλωσις\n from ἐγκυκλόω\n ἐγκύκλωσις, εως\n a surrounding, Strab.', 'key': 'e)gku/klwsis'}