Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκοσμέω
ἐγκοτέω
ἔγκοτος
ἐγκράζω
ἐγκράτεια
ἐγκρατής
ἐγκρίνω
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἐγκρύπτω
ἐγκρυφιάζω
ἐγκρυφίας
ἐγκτάομαι
ἔγκτημα
ἔγκτησις
ἐγκυκάω
ἐγκυκλέομαι
View word page
ἐγκριτέος
ἐγκριτέος ἐγκρῐτέος, ον verb. adj. from ἐγκρίνω one must admit, Plat.
ShortDef
one must admit
Debugging
Headword:
ἐγκριτέος
Headword (normalized):
ἐγκριτέος
Headword (normalized/stripped):
εγκριτεος
IDX:
9499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9502
Key:
e)gkrite/os
Data
{'content': 'ἐγκριτέος\n ἐγκρῐτέος, ον\n verb. adj. from ἐγκρίνω\n one must admit, Plat.', 'key': 'e)gkrite/os'}