Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
View word page
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητικός ἀγανακτέω irritable, Plat.

ShortDef

irritable

Debugging

Headword:
ἀγανακτητικός
Headword (normalized):
ἀγανακτητικός
Headword (normalized/stripped):
αγανακτητικος
IDX:
95
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n95
Key:
a)ganakthtiko/s

Data

{'content': 'ἀγανακτητικός\n ἀγανακτέω\n irritable, Plat.', 'key': 'a)ganakthtiko/s'}