Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκολπίζω
ἐγκομβόομαι
ἐγκονέω
ἐγκονίομαι
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἔγκοπος
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκοσμέω
ἐγκοτέω
ἔγκοτος
ἐγκράζω
ἐγκράτεια
ἐγκρατής
ἐγκρίνω
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκροτέω
ἐγκρούω
ἐγκρύπτω
View word page
ἐγκοτέω
ἐγκοτέω fut. ήσω to be indignant at, τινί Aesch.

ShortDef

to be indignant at

Debugging

Headword:
ἐγκοτέω
Headword (normalized):
ἐγκοτέω
Headword (normalized/stripped):
εγκοτεω
IDX:
9492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9495
Key:
e)gkote/w

Data

{'content': 'ἐγκοτέω\n fut. ήσω\n to be indignant at, τινί Aesch.', 'key': 'e)gkote/w'}