Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκολάπτω
ἐγκοληβάζω
ἐγκολπίζω
ἐγκομβόομαι
ἐγκονέω
ἐγκονίομαι
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἔγκοπος
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκοσμέω
ἐγκοτέω
ἔγκοτος
ἐγκράζω
ἐγκράτεια
ἐγκρατής
ἐγκρίνω
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
ἐγκροτέω
View word page
ἐγκορδυλέω
ἐγκορδυλέω fut. ήσω κορδύλη to wrap up in coverlets: Pass., ἐγκεκορδυλημένη Ar.
ShortDef
to wrap up in coverlets
Debugging
Headword:
ἐγκορδυλέω
Headword (normalized):
ἐγκορδυλέω
Headword (normalized/stripped):
εγκορδυλεω
IDX:
9490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9493
Key:
e)gkordule/w
Data
{'content': 'ἐγκορδυλέω\n fut. ήσω\n κορδύλη\n to wrap up in coverlets: Pass., ἐγκεκορδυλημένη Ar.', 'key': 'e)gkordule/w'}