Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκοιτάς
ἐγκολάπτω
ἐγκοληβάζω
ἐγκολπίζω
ἐγκομβόομαι
ἐγκονέω
ἐγκονίομαι
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἔγκοπος
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκοσμέω
ἐγκοτέω
ἔγκοτος
ἐγκράζω
ἐγκράτεια
ἐγκρατής
ἐγκρίνω
ἔγκρισις
ἐγκριτέος
View word page
ἐγκόπτω
ἐγκόπτω fut. ψω to hinder, thwart, NTest.

ShortDef

to hinder, thwart

Debugging

Headword:
ἐγκόπτω
Headword (normalized):
ἐγκόπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκοπτω
IDX:
9489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9492
Key:
e)gko/ptw

Data

{'content': 'ἐγκόπτω\n fut. ψω\n to hinder, thwart, NTest.', 'key': 'e)gko/ptw'}