Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔγκληρος
ἐγκλιδόν
ἐγκλίνω
ἐγκοιλαίνω
ἔγκοιλος
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκολάπτω
ἐγκοληβάζω
ἐγκολπίζω
ἐγκομβόομαι
ἐγκονέω
ἐγκονίομαι
ἐγκοπεύς
ἐγκοπή
ἔγκοπος
ἐγκόπτω
ἐγκορδυλέω
ἐγκοσμέω
ἐγκοτέω
View word page
ἐγκολπίζω
ἐγκολπίζω fut. ίσω to form a bay, Strab.

ShortDef

to form a bay

Debugging

Headword:
ἐγκολπίζω
Headword (normalized):
ἐγκολπίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκολπιζω
IDX:
9482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9485
Key:
e)gkolpi/zw

Data

{'content': 'ἐγκολπίζω\n fut. ίσω\n to form a bay, Strab.', 'key': 'e)gkolpi/zw'}