Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκεράννυμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκιθαρίζω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἔγκληρος
ἐγκλιδόν
ἐγκλίνω
ἐγκοιλαίνω
ἔγκοιλος
ἐγκοιμίζω
ἐγκοισυρόομαι
ἐγκοιτάς
ἐγκολάπτω
ἐγκοληβάζω
ἐγκολπίζω
ἐγκομβόομαι
ἐγκονέω
ἐγκονίομαι
View word page
ἐγκοιλαίνω
ἐγκοιλαίνω fut. ανῶ to hollow or scoop out, Hdt.

ShortDef

to hollow

Debugging

Headword:
ἐγκοιλαίνω
Headword (normalized):
ἐγκοιλαίνω
Headword (normalized/stripped):
εγκοιλαινω
IDX:
9475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9478
Key:
e)gkoilai/nw

Data

{'content': 'ἐγκοιλαίνω\n fut. ανῶ\n to hollow or scoop out, Hdt.', 'key': 'e)gkoilai/nw'}