ἔγκλημα
ἔγκλημα
ἔγκλημα, ατος, τό,
ἐγκαλέω
an accusation, charge, complaint, Soph., etc.; ἐγκλήματα ἔχειν τινός ἐγκαλεῖν τινι, Thuc.; ἔγκλημα διαλύεσθαι Thuc.
{ "content": "ἔγκλημα\n ἔγκλημα, ατος, τό,\n ἐγκαλέω\n an accusation, charge, complaint, Soph., etc.; ἐγκλήματα ἔχειν τινός ἐγκαλεῖν τινι, Thuc.; ἔγκλημα διαλύεσθαι Thuc.", "key": "e)/gklhma" }