Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννυμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκιθαρίζω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἔγκληρος
ἐγκλιδόν
ἐγκλίνω
ἐγκοιλαίνω
ἔγκοιλος
View word page
ἐγκερτομέω
ἐγκερτομέω fut. ήσω to abuse, mock at, τινί Eur.

ShortDef

to abuse, mock at

Debugging

Headword:
ἐγκερτομέω
Headword (normalized):
ἐγκερτομέω
Headword (normalized/stripped):
εγκερτομεω
IDX:
9466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9469
Key:
e)gkertome/w

Data

{'content': 'ἐγκερτομέω\n fut. ήσω\n to abuse, mock at, τινί Eur.', 'key': 'e)gkertome/w'}