Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννυμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκιθαρίζω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἔγκληρος
ἐγκλιδόν
ἐγκλίνω
ἐγκοιλαίνω
View word page
ἐγκεράννυμι
ἐγκεράννυμι or -ύω fut. -κεράσω to mix in, mix, esp. wine, Il.:—Mid. to mix for oneself: metaph. to concoct, Hdt.
ShortDef
to mix in, mix
Debugging
Headword:
ἐγκεράννυμι
Headword (normalized):
ἐγκεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκεραννυμι
IDX:
9465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9468
Key:
e)gkera/nnumi
Data
{'content': 'ἐγκεράννυμι\n or -ύω\n fut. -κεράσω\n to mix in, mix, esp. wine, Il.:—Mid. to mix for oneself: metaph. to concoct, Hdt.', 'key': 'e)gkera/nnumi'}