Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννυμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκιθαρίζω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
ἔγκληρος
View word page
ἐγκέλευστος
ἐγκέλευστος ἐγκέλευστος, ον urged on, bidden, commanded, Xen. from ἐγκελεύω

ShortDef

urged on, bidden, commanded

Debugging

Headword:
ἐγκέλευστος
Headword (normalized):
ἐγκέλευστος
Headword (normalized/stripped):
εγκελευστος
IDX:
9462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9465
Key:
e)gke/leustos

Data

{'content': 'ἐγκέλευστος\n ἐγκέλευστος, ον\n urged on, bidden, commanded, Xen.\n from ἐγκελεύω', 'key': 'e)gke/leustos'}