Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννυμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκιθαρίζω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
ἐγκληματικός
View word page
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευμα from ἐγκελεύω an encouragement, Xen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγκέλευμα
Headword (normalized):
ἐγκέλευμα
Headword (normalized/stripped):
εγκελευμα
IDX:
9461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9464
Key:
e)gke/leuma

Data

{'content': 'ἐγκέλευμα\n from ἐγκελεύω\n an encouragement, Xen.', 'key': 'e)gke/leuma'}