Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννυμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκιθαρίζω
ἐγκλείω
ἔγκλημα
View word page
ἐγκείρω
ἐγκείρω only in perf. pass. part., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ with shorn head, Eur.
ShortDef
with shorn
Debugging
Headword:
ἐγκείρω
Headword (normalized):
ἐγκείρω
Headword (normalized/stripped):
εγκειρω
IDX:
9460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9463
Key:
e)gkei/rw
Data
{'content': 'ἐγκείρω\n only in perf. pass. part., ἐγκεκαρμένῳ κάρᾳ with shorn head, Eur.', 'key': 'e)gkei/rw'}