Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννυμι
ἐγκερτομέω
ἐγκέφαλος
ἐγκιθαρίζω
View word page
ἔγκαυμα
ἔγκαυμα ἔγκαυμα, ατος, τό, ἐγκαίω a sore from burning, Luc.
ShortDef
a sore from burning
Debugging
Headword:
ἔγκαυμα
Headword (normalized):
ἔγκαυμα
Headword (normalized/stripped):
εγκαυμα
IDX:
9458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9461
Key:
e)/gkauma
Data
{'content': 'ἔγκαυμα\n ἔγκαυμα, ατος, τό,\n ἐγκαίω\n a sore from burning, Luc.', 'key': 'e)/gkauma'}