Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
ἐγκεράννυμι
View word page
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλαμβάνω fut. -λήψομαι to catch in a place, to hem in, Thuc.; ἐγκ. τινὰ ὅρκοις to trammel by oaths, Aeschin.
ShortDef
to catch in
Debugging
Headword:
ἐγκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἐγκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλαμβανω
IDX:
9455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9458
Key:
e)gkatalamba/nw
Data
{'content': 'ἐγκαταλαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to catch in a place, to hem in, Thuc.; ἐγκ. τινὰ ὅρκοις to trammel by oaths, Aeschin.', 'key': 'e)gkatalamba/nw'}