Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
ἐγκεντρίς
View word page
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρούω fut. σω to hammer in: ἐγκ. χορείαν τοῖς μύσταις to tread a measure among the mystae, Ar.
ShortDef
to hammer in
Debugging
Headword:
ἐγκατακρούω
Headword (normalized):
ἐγκατακρούω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακρουω
IDX:
9454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9457
Key:
e)gkatakrou/w
Data
{'content': 'ἐγκατακρούω\n fut. σω\n to hammer in: ἐγκ. χορείαν τοῖς μύσταις to tread a measure among the mystae, Ar.', 'key': 'e)gkatakrou/w'}