Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
ἐγκελεύω
View word page
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακοιμάομαι Pass. to lie down to sleep in a place, Hdt.

ShortDef

to lie down to sleep in

Debugging

Headword:
ἐγκατακοιμάομαι
Headword (normalized):
ἐγκατακοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατακοιμαομαι
IDX:
9453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9456
Key:
e)gkatakoima/omai

Data

{'content': 'ἐγκατακοιμάομαι\n Pass. to lie down to sleep in a place, Hdt.', 'key': 'e)gkatakoima/omai'}