Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
ἐγκέλευστος
View word page
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλίνω fut. -κλινῶ to put to bed in a place, Ar.:—Pass. to lie down in, Ar.

ShortDef

to put to bed in

Debugging

Headword:
ἐγκατακλίνω
Headword (normalized):
ἐγκατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακλινω
IDX:
9452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9455
Key:
e)gkatakli/nw

Data

{'content': 'ἐγκατακλίνω\n fut. -κλινῶ\n to put to bed in a place, Ar.:—Pass. to lie down in, Ar.', 'key': 'e)gkatakli/nw'}