Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
ἐγκέλευμα
View word page
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατάκειμαι Pass. to lie in, c. dat., Theogn. to lie in bed, sleep, Ar.

ShortDef

to lie in

Debugging

Headword:
ἐγκατάκειμαι
Headword (normalized):
ἐγκατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατακειμαι
IDX:
9451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9454
Key:
e)gkata/keimai

Data

{'content': 'ἐγκατάκειμαι\n Pass. to lie in, c. dat., Theogn.\n to lie in bed, sleep, Ar.', 'key': 'e)gkata/keimai'}