Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
ἐγκείρω
View word page
ἐγκατακαίω
ἐγκατακαίω fut. -καύσω to burn in, Luc.

ShortDef

to burn in (not in LSJ)

Debugging

Headword:
ἐγκατακαίω
Headword (normalized):
ἐγκατακαίω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακαιω
IDX:
9450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9453
Key:
e)gkatakai/w

Data

{'content': 'ἐγκατακαίω\n fut. -καύσω\n to burn in, Luc.', 'key': 'e)gkatakai/w'}