Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκαταλείπω
ἔγκαυμα
ἔγκειμαι
View word page
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταζεύγνυμι fut. -ζεύξω to adapt to, τί τινι Soph.

ShortDef

to adapt to

Debugging

Headword:
ἐγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized):
ἐγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταζευγνυμι
IDX:
9449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9452
Key:
e)gkatazeu/gnumi

Data

{'content': 'ἐγκαταζεύγνυμι\n fut. -ζεύξω\n to adapt to, τί τινι Soph.', 'key': 'e)gkatazeu/gnumi'}