Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
View word page
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταγηράσκω fut. άσομαι to grow old in, ἐν πενίᾳ Plut.
ShortDef
to grow old in
Debugging
Headword:
ἐγκαταγηράσκω
Headword (normalized):
ἐγκαταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταγηρασκω
IDX:
9446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9449
Key:
e)gkataghra/skw
Data
{'content': 'ἐγκαταγηράσκω\n fut. άσομαι\n to grow old in, ἐν πενίᾳ Plut.', 'key': 'e)gkataghra/skw'}