Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
View word page
ἐγκατοικοδομέω
ἐγκατοικοδομέω fut. ήσω to build in a place, Thuc. to immure, Aeschin.

ShortDef

to build in

Debugging

Headword:
ἐγκατοικοδομέω
Headword (normalized):
ἐγκατοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
εγκατοικοδομεω
IDX:
9444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9447
Key:
e)gkatoikodome/w

Data

{'content': 'ἐγκατοικοδομέω\n fut. ήσω\n to build in a place, Thuc.\n to immure, Aeschin.', 'key': 'e)gkatoikodome/w'}