Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακοιμάομαι
View word page
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικέω fut. ήσω to dwell in a place, Hdt.

ShortDef

to dwell in

Debugging

Headword:
ἐγκατοικέω
Headword (normalized):
ἐγκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
εγκατοικεω
IDX:
9443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9446
Key:
e)gkatoike/w

Data

{'content': 'ἐγκατοικέω\n fut. ήσω\n to dwell in a place, Hdt.', 'key': 'e)gkatoike/w'}