Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακλίνω
View word page
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατιλλώπτω fut. ψω to scoff at, τινί Aesch.
ShortDef
to scoff at
Debugging
Headword:
ἐγκατιλλώπτω
Headword (normalized):
ἐγκατιλλώπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκατιλλωπτω
IDX:
9442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9445
Key:
e)gkatillw/ptw
Data
{'content': 'ἐγκατιλλώπτω\n fut. ψω\n to scoff at, τινί Aesch.', 'key': 'e)gkatillw/ptw'}