Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
View word page
ἐγκατασφάττω
ἐγκατασφάττω fut. ξω to slaughter in a place, Plut.
ShortDef
to slaughter in
Debugging
Headword:
ἐγκατασφάττω
Headword (normalized):
ἐγκατασφάττω
Headword (normalized/stripped):
εγκατασφαττω
IDX:
9438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9441
Key:
e)gkatasfa/ttw
Data
{'content': 'ἐγκατασφάττω\n fut. ξω\n to slaughter in a place, Plut.', 'key': 'e)gkatasfa/ttw'}