Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
ἔγκατα
ἐγκαταγηράσκω
View word page
ἐγκατασπείρω
ἐγκατασπείρω fut. -σπερῶ to disperse in or among, Plut.

ShortDef

to disperse in

Debugging

Headword:
ἐγκατασπείρω
Headword (normalized):
ἐγκατασπείρω
Headword (normalized/stripped):
εγκατασπειρω
IDX:
9436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9439
Key:
e)gkataspei/rw

Data

{'content': 'ἐγκατασπείρω\n fut. -σπερῶ\n to disperse in or among, Plut.', 'key': 'e)gkataspei/rw'}