Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
ἐγκατοικέω
ἐγκατοικοδομέω
View word page
ἐγκαταρράπτω
ἐγκαταρράπτω fut. ψω to sew in, Xen.

ShortDef

to sew in

Debugging

Headword:
ἐγκαταρράπτω
Headword (normalized):
ἐγκαταρράπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταρραπτω
IDX:
9434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9437
Key:
e)gkatarra/ptw

Data

{'content': 'ἐγκαταρράπτω\n fut. ψω\n to sew in, Xen.', 'key': 'e)gkatarra/ptw'}