Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
ἐγκατιλλώπτω
View word page
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπίπτω poet. aor2 ἐνικάππεσον to fall in or upon, c. dat., Anth.

ShortDef

to fall in

Debugging

Headword:
ἐγκαταπίπτω
Headword (normalized):
ἐγκαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταπιπτω
IDX:
9432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9435
Key:
e)gkatapi/ptw

Data

{'content': 'ἐγκαταπίπτω\n poet. aor2 ἐνικάππεσον\n to fall in or upon, c. dat., Anth.', 'key': 'e)gkatapi/ptw'}