Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
ἐγκαταχέω
View word page
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι fut. -πήξω to thrust firmly in or into, c. dat., Od.
ShortDef
to thrust firmly in
Debugging
Headword:
ἐγκαταπήγνυμι
Headword (normalized):
ἐγκαταπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταπηγνυμι
IDX:
9431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9434
Key:
e)gkataph/gnumi
Data
{'content': 'ἐγκαταπήγνυμι\n fut. -πήξω\n to thrust firmly in or into, c. dat., Od.', 'key': 'e)gkataph/gnumi'}