Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
View word page
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμείγνυμι to mix in or with, c. dat., Isocr.
ShortDef
mix with
Debugging
Headword:
ἐγκαταμείγνυμι
Headword (normalized):
ἐγκαταμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταμειγνυμι
IDX:
9430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9433
Key:
e)gkatami/gnumai
Data
{'content': 'ἐγκαταμείγνυμι\n to mix in or with, c. dat., Isocr.', 'key': 'e)gkatami/gnumai'}