Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
ἐγκατατέμνω
View word page
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλογίζομαι Dep. to reckon in or among, Isae.

ShortDef

to reckon in

Debugging

Headword:
ἐγκαταλογίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαταλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλογιζομαι
IDX:
9429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9432
Key:
e)gkatalogi/zomai

Data

{'content': 'ἐγκαταλογίζομαι\n Dep. to reckon in or among, Isae.', 'key': 'e)gkatalogi/zomai'}