Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκατασφάττω
View word page
ἐγκατάληψις
ἐγκατάληψις ἐγ-κατάληψις, εως a being caught in a place, a being hemmed in, interception, Thuc.
ShortDef
a being caught in
Debugging
Headword:
ἐγκατάληψις
Headword (normalized):
ἐγκατάληψις
Headword (normalized/stripped):
εγκαταληψις
IDX:
9428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9431
Key:
e)gkata/lhyis
Data
{'content': 'ἐγκατάληψις\n ἐγ-κατάληψις, εως\n a being caught in a place, a being hemmed in, interception, Thuc.', 'key': 'e)gkata/lhyis'}