Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατασπείρω
View word page
ἐγκάρσιος
ἐγκάρσιος ἐγ-κάρσιος, α, ον v. ἐπικάρσιος athwart, oblique, Thuc.
ShortDef
athwart, oblique
Debugging
Headword:
ἐγκάρσιος
Headword (normalized):
ἐγκάρσιος
Headword (normalized/stripped):
εγκαρσιος
IDX:
9426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9429
Key:
e)gka/rsios
Data
{'content': 'ἐγκάρσιος\n ἐγ-κάρσιος, α, ον\n v. ἐπικάρσιος\n athwart, oblique, Thuc.', 'key': 'e)gka/rsios'}