Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίπτω
View word page
ἐγκαναχάομαι
ἐγκαναχάομαι Dep. to make a sound in a thing, ἐγκ. κόχλῳ to blow on a conch, Theocr.

ShortDef

to make a sound

Debugging

Headword:
ἐγκαναχάομαι
Headword (normalized):
ἐγκαναχάομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαναχαομαι
IDX:
9422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9425
Key:
e)gkanaxa/omai

Data

{'content': 'ἐγκαναχάομαι\n Dep. to make a sound in a thing, ἐγκ. κόχλῳ to blow on a conch, Theocr.', 'key': 'e)gkanaxa/omai'}