Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταμείγνυμι
View word page
ἐγκάμπτω
ἐγκάμπτω fut. ψω to bend in, bend, Xen.

ShortDef

to bend in, bend

Debugging

Headword:
ἐγκάμπτω
Headword (normalized):
ἐγκάμπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκαμπτω
IDX:
9420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9423
Key:
e)gka/mptw

Data

{'content': 'ἐγκάμπτω\n fut. ψω\n to bend in, bend, Xen.', 'key': 'e)gka/mptw'}