Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκατάληψις
View word page
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυμμός ἐγκαλυμμός, ὁ, a covering, wrapping up, Ar. from ἐγκᾰλύπτω
ShortDef
a covering, wrapping up
Debugging
Headword:
ἐγκαλυμμός
Headword (normalized):
ἐγκαλυμμός
Headword (normalized/stripped):
εγκαλυμμος
IDX:
9418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9421
Key:
e)gkalummo/s
Data
{'content': 'ἐγκαλυμμός\n ἐγκαλυμμός, ὁ,\n a covering, wrapping up, Ar.\n from ἐγκᾰλύπτω', 'key': 'e)gkalummo/s'}