Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
View word page
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλλώπισμα from ἐγκαλλωπίζομαι ἐγκαλλώπισμα, ατος, τό, an ornament, decoration, Thuc.
ShortDef
an ornament, decoration
Debugging
Headword:
ἐγκαλλώπισμα
Headword (normalized):
ἐγκαλλώπισμα
Headword (normalized/stripped):
εγκαλλωπισμα
IDX:
9417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9420
Key:
e)gkallw/pisma
Data
{'content': 'ἐγκαλλώπισμα\n from ἐγκαλλωπίζομαι\n ἐγκαλλώπισμα, ατος, τό,\n an ornament, decoration, Thuc.', 'key': 'e)gkallw/pisma'}