ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλλώπισμα
from ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα, ατος, τό,
an ornament, decoration, Thuc.
{
"content": "ἐγκαλλώπισμα\n from ἐγκαλλωπίζομαι\n ἐγκαλλώπισμα, ατος, τό,\n an ornament, decoration, Thuc.",
"key": "e)gkallw/pisma"
}