Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰσχυντήρ
αἰσχυντικός
αἰσχύνω
ἀΐτας
αἰτέω
αἴτημα
αἴτησις
αἰτητέον
αἰτητικός
αἰτητός
αἰτιάζομαι
αἰτίαμα
αἰτιάομαι
αἰτία
αἰτιατέον
αἰτίζω
αἰτιολογικός
αἴτιος
Αἰτναῖος
αἰφνίδιος
αἰχμάζω
View word page
αἰτιάζομαι
αἰτιάζομαι αἰτία to be accused, Xen.

ShortDef

to be accused

Debugging

Headword:
αἰτιάζομαι
Headword (normalized):
αἰτιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αιτιαζομαι
IDX:
942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n942
Key:
ai)tia/zomai

Data

{'content': 'αἰτιάζομαι\n αἰτία\n to be accused, Xen.', 'key': 'ai)tia/zomai'}